χόνδρωμα

χόνδρωμα
το, Ν
ιατρ. καλοήθης όγκος τού χονδρικού ιστού, με τάση, όμως, για υποτροπές και κακοήθη εξαλλαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chondrome < χόνδρος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. καρκίν-ωμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιχόνδρωμα — το, Ν ανατ. το χόνδρωμα που προέρχεται από το περιχόνδριο ή από τις φλοιώδεις στιβάδες τού οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χόνδρωμα*] …   Dictionary of Greek

  • επιπώρωμα — ἐπιπώρωμα, τὸ (Α) [έπιπωρούμαι] 1. σκληρό στρώμα, σκλήρωμα πάνω σε σπασμένο κόκαλο 2. αρθριτικό χόνδρωμα …   Dictionary of Greek

  • χονδρωμάτωση — η, Ν ιατρ. πάθηση άγνωστης αιτιολογίας, χαρακτηριζόμενη από την παρουσία μεμονωμένων ή πολλαπλών χονδρωμάτων στα μακρά και στα βραχέα οστά τών άκρων ή στις αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chondromatose < chondrome (βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”